- κόκκαλον
- κόκκαλον, τό (Μ)βλ. κόκαλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόκκαλον — κόκκαλος kernel of the masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκαλο — και κόκκαλο, το (Μ κόκκαλον) 1. οστό 2. φρ. «τρώγω κάποιον ώς το κόκαλο» εκμεταλλεύομαι κάποιον πάρα πολύ νεοελλ. 1. εργαλείο ή εξάρτημα κατασκευασμένο από οστό, όπως π.χ. το πλήκτρο τού πιάνου 2. μικρό εργαλείο από ξύλο, μέταλλο ή κόκαλο, με το… … Dictionary of Greek
cocal — COCÁL, cocále, s.n. Os, în special lung, al braţului (humerus) sau al gambei (tibia sau peroneu). (din ţig. kokalo (Graur) < ngr. kókkalon; cf. bg. kokal) Trimis de tavi, 13.09.2007. Sursa: DER cocál ( le), s.n. – Os, os lung. ţig. kokalo… … Dicționar Român